ἐποπτεύσαντες

ἐποπτεύσαντες
ἐποπτεύω
overlook
aor part act masc nom/voc pl
ἐποπτεύω
overlook
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εποπτεύω — (AM ἐποπτεύω) [επόπτης] 1. επιβλέπω, επιτηρώ (α. «εποπτεύει τα λιμενικά έργα» β. «ἄλλοτε ἄλλον ἐποπτεύει χάρις... φόρμιγγι», Πίνδ.) 2. (για νόμους κ.λπ.) επαγρυπνώ για την τήρησή τους («τῶν περὶ νόμους ἐποπτευόντων», Πλάτ.) αρχ. 1. παίρνω την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”